φιλάλληλος

φιλάλληλος
φίλαλλος, ος , ον альтруистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φιλάλληλος" в других словарях:

  • φιλάλληλος — of mutual affection masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλάλληλος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλησίον, ο αλτρουιστής: Η ελεημοσύνη είναι φιλάλληλη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαλλήλως — φιλάλληλος of mutual affection adverbial φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάλληλον — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc sg φιλάλληλος of mutual affection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλλήλου — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλλήλους — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλλήλων — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλλήλῳ — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάλληλα — φιλάλληλος of mutual affection neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάλληλοι — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»